«Στις δημοκρατίες μιλάμε πολύ, αποφασίζουμε με δυσκολία και ενεργούμε πολύ αργά».
Ιωάννης Καποδίστριας

Σε σχέση με όλα τα υπόλοιπα πολιτεύματα, η πραγματική δημοκρατία πάντα πλεονεκτεί. Το μοναδικό μειονέκτημα της άμεσης, δηλαδή της πραγματικής, δημοκρατίας είναι ότι είναι χρονοβόρα. Προσωπικά δεν θεωρώ ούτε καν αυτό ως μειονέκτημα, αφού κάθε διαδικασία μάθησης – και η δημοκρατία είναι ένα διαρκές σχολείο – απαιτεί χρόνο.
Βέβαια, το κυρίαρχο και βαθύτατα ολιγαρχικό αφήγημα προσπαθεί να μας πείσει για κάτι άλλο. Βαφτίζει δημοκρατία μια αμιγή και βαθύτατα δυσλειτουργική αντιπροσώπευση, προσπαθώντας να μας πείσει ότι αυτή η αντιπροσώπευση (στην ουσία ούτε καν αντιπροσώπευση αφού λείπουν από αυτή οι μηχανισμοί λογοδοσίας) είναι η μόνη δυνατή μορφή δημοκρατίας.
Ας δούμε πως φωτίζει αυτή την σχέση δημοκρατίας και χρόνου ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο του Γερμανού κοινωνιολόγου Rosa Hartmunt. Το βιβλίο ονομάζεται Επιτάχυνση και αλλοτρίωση και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πλήθος. Ακόμα και αν η κοινωνιολογία δεν βρίσκεται ανάμεσα στα ενδιαφέροντα σας, σας συστήνω ανεπιφύλακτα την ανάγνωσή του.

“….είναι αναμφισβήτητο ότι οι διάφορες κοινωνικές σφαίρες μπορούν να επιταχυνθούν σε διαφορετικούς βαθμούς. Έτσι, η ταχύτητα των οικονομικών συναλλαγών , των επιστημονικών ανακαλύψεων και των τεχνολογικών καινοτομιών έχει μεγαλώσει δραματικά τις τελευταίες δεκαετίες, ενώ ο ρυθμός της χάραξης πολιτικής δεν έχει αυξηθεί και ο ρυθμός της πολιτισμικής αναπαραγωγής, δηλαδή της μεταβίβασης της συμβολικής γνώσης από γενιά σε γενιά, δεν δείχνει να έχει επιταχυνθεί ιδιαίτερα. Ο σύγχρονος δυτικός κόσμος βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στην ιδέα ότι η πολιτική δίνει τον ρυθμό στις κοινωνικές και πολιτισμικές εξελίξεις. Αν θέλουμε να είμαστε κατά βάση δημοκρατικές κοινωνίες , αυτό σημαίνει ότι η πολιτική ρυθμίζει το πλαίσιο και τις γενικές κατευθύνσεις εντός των οποίων λειτουργεί η επιστήμη, η τεχνολογία και η οικονομία. Αυτό ωστόσο προϋποθέτει ένα πολύ συγκεκριμένο ρίζωμα της πολιτικής στον χρόνο, βασίζεται δηλαδή στην υπόθεση ότι η λήψη των πολιτικών αποφάσεων και η κοινωνική εξέλιξη είναι, ή μπορούν να είναι, συγχρονισμένες. Όπως όμως έχω υποστηρίξει αλλού, η δημοκρατία είναι χρονοβόρα διαδικασία. Πολύ απλά, απαιτείται χρόνος προκειμένου να οργανωθεί ο δημόσιος χώρος, να αναγνωριστούν οι εμπλεκόμενες κοινωνικές ομάδες, να διατυπωθούν και να ζυγιστούν επιχειρήματα, να επιτευχθούν συναινέσεις και να ληφθούν συνειδητές αποφάσεις. Και απαιτείται επίσης χρόνος προκειμένου να εφαρμοστούν αυτές οι αποφάσεις ιδιαίτερα σε μη ολοκληρωτικές κοινωνίες που λειτουργούν με βάση του κανόνες του κράτους δικαίου.
Μάλιστα, στις συνθήκες της ύστερης νεωτερικότητας, όπου οι κοινωνίες είναι περισσότερο πλουραλιστικές και λιγότερο παραδοσιακές, αυτές οι διαδικασίες απαιτούν ακόμα περισσότερο χρόνο. Όσο πιο ετερογενείς και δυναμικές γίνονται οι κοινωνικές ομάδες και όσο γρηγορότερα μεταβάλλονται οι περιρρέουσες συνθήκες τόσο περισσότερο χρόνο παίρνει ο σχηματισμός της βούλησης και η οργάνωση της διαδικασίας λήψης αποφάσεων. Ο σχεδιασμός και ο υπολογισμός γίνονται πιο χρονοβόροι, όταν οι συνθήκες καθίστανται λιγότερο σταθερές. Έτσι, οι διαδικασίες που επιταχύνουν τις κοινωνικές, πολιτισμικές και οικονομικές αλλαγές, επιβραδύνουν τη δημοκρατική διαμόρφωση της βούλησης και λήψη αποφάσεων, και αυτό οδηγεί σε έναν εμφανή αποσυγχρονισμό ανάμεσα στην πολιτική και την κοινωνικοοικονομική ζωή και εξέλιξη. Η πολιτική λοιπόν σήμερα δεν γίνεται αντιληπτή ως το μέγεθος που δίνει τον ρυθμό της κοινωνικής μεταβολής. Αντιθέτως, η «προοδευτική» πολιτική – αν ο όρος διατηρεί κάποιο νόημα το 2010 – χαρακτηρίζεται πλέον από την πολιτική βούληση να επιβραδυνθούν οι τεχνολογικές και οικονομικές συνδιαλλαγές και εξελίξεις, προκειμένου να εγκαθιδρυθεί ή να διατηρηθεί κάποιος πολιτικός έλεγχος πάνω στον ρυθμό και την κατεύθυνση της κοινωνίας (μέσα από εργαλεία όπως ο φόρος Tobin[1]). Αντίθετα, οι φιλελεύθεροι – «συντηρητικοί» στις μέρες μας επιλέγουν την αύξηση της ταχύτητας των κοινωνικοοικονομικών και τεχνολογικών διαδικασιών, μειώνοντας τον πολιτικό έλεγχο. Σε αυτή την αντιστροφή του χρονικού δείκτη της πολιτικής ανάμεσα στο προοδευτικό και το συντηρητικό βρίσκουμε μια ξεκάθαρη έκφραση του αποσυγχρονισμού ανάμεσα στις πολιτικές και τις τεχνοοικονομικές σφαίρες της κοινωνίας, και κατά συνέπεια μια έκφραση του γεγονότος ότι η ιδέα της πολιτικής καθοδήγησης έχει μετατραπεί από εργαλείο της κοινωνικής δυναμικοποίησης, στην πρώιμη και την κλασική νεωτερικότητα, σε εμπόδιο ή πρόσκομμα για την περαιτέρω επιτάχυνση στις συνθήκες της ύστερης νεωτερικότητας.
Κατά συνέπεια, το νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα των δεκαετιών του 1990 και του 2000 στην πραγματικότητα ακολούθησε την πολιτική της επιτάχυνσης της κοινωνίας (και ιδιαίτερα των ροών του κεφαλαίου) μειώνοντας ή ακόμα και εξαφανίζοντας τον πολιτικό έλεγχο ή την πολιτική καθοδήγηση, μέσα από μέτρα απορρύθμισης, ιδιωτικοποίησης και νομοθετικής μεταβολής.”
Η υπογράμμιση στο παραπάνω απόσπασμα είναι δική μας.
[1] Ο φόρος Tobin έχει πάρει το όνομα του από τον οικονομολόγο James Tobin, ο οποίος τον εισηγήθηκε το 1972 (μετά τη λήξη του νομισματικού συστήματος του Bretton-Woods). Πρόκειται για έναν φόρο που επιβάλλεται σε κάθε διενεργούμενη αγορά συναλλάγματος. Η αξία του είναι ελάχιστη, προκειμένου να μην αποτρέπει την αγορά συναλλάγματος εν γένει (για παράδειγμα από ανθρώπους χαμηλού εισοδήματος) αλλά να αποθαρρύνει την επαγγελματική κερδοσκοπία που βασίζεται στη συνεχή ανταλλαγή συναλλάγματος, καθώς σε κάθε καινούργια συναλλαγή πρέπει να καταβάλλεται εκ νέου ο φόρος. Έτσι, σύμφωνα με τον Tobin, η συνεχής και ταχεία αγορά και πώληση συναλλάγματος επιβαρύνεται υπέρογκα και καθίσταται ασύμφορη – Σ.τ.Μ.